πολυπραγμονώ

πολυπραγμονώ
(ε) αμετ.
1) заниматься множеством дел; 2) перен. влезать, вмешиваться в чужие дела; совать свой нос в чужие дела (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολυπραγμονώ" в других словарях:

  • πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπραγμονῶ — πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω to be busy about many things pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολυπρᾱγμονῶ , πολυπραγμονέω to be busy about many things pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπολυπραγμονώ — έω, Μ [πολυπραγμονῶ] πολυπραγμονώ), ασχολούμαι κι εγώ με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοπραγώ — ἀλλοτριοπραγῶ ( έω) και ἀλλοτριοπραγμονῶ (Α) [ἀλλοτριοπραγία] 1. αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις, πολυπραγμονώ 2. κινώ, προκαλώ στάσεις, ταραχές …   Dictionary of Greek

  • μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγματώ — έω, Α [πολυπράγματος] πολυπραγμονώ, εξετάζω πολύ προσεκτικά κάτι …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμόνησις — ήσεως, ἡ, Α [πολύπραγμονώ] η πολυπραγμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • πολυπρηγμονώ — έω, Α βλ. πολυπραγμονώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»